Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το καπάκι

См. также в других словарях:

  • καπάκι — το 1. κάλυμμα σκεύους, σκέπασμα δοχείου 2. το μέρος τού βοδινού ή μοσχαρήσιου κρέατος που καλύπτει τα πλευρά 3. φρ. α) «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι» για κακούς ανθρώπους που συνάπτουν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους β) «τά κάνανε καπάκια»… …   Dictionary of Greek

  • καπάκι — το (λ. τουρκ.) 1. σκέπασμα, κάλυμμα σκεύους ή δοχείου: Ανασήκωσε το καπάκι του τέντζερη. 2. (παροιμ.) «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι» που λέγεται για ανθρώπους φαύλους που συνάπτουν φιλικές σχέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπακώνω — [καπάκι] 1. σκεπάζω με καπάκι 2. κατορθώνω να υπερισχύσω κάποιου άλλου με δεξιότητα και δολιότητα 3. συγκαλύπτω, αποκρύπτω κάτι …   Dictionary of Greek

  • καπακωτός — ή, ό [καπάκι] ο σκεπασμένος με καπάκι …   Dictionary of Greek

  • καπάκωμα — το 1. κάλυψη με καπάκι: Το καπάκι αυτό χρησιμεύει για το καπάκωμα αυτού του τέντζερη. 2. συγκάλυψη, απόκρυψη: Η υπόθεση αυτή έφαγε γερό καπάκωμα και κανένας δε μιλάει πια γι αυτήν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακάπακος — η, ο [καπάκι] ακαπάκωτος …   Dictionary of Greek

  • ακαπάκωτος — η, ο [καπακώνω] αυτός που δεν είναι σκεπασμένος ή εφοδιασμένος με καπάκι, ξεσκέπαστος, ακάλυπτος …   Dictionary of Greek

  • απωμάτιστος — η, ο (Α ἀπώμαστος, ον) ο χωρίς πώμα ή καπάκι, ατάπωτος …   Dictionary of Greek

  • βουλλώνω — (Μ βουλλώνω) 1. σφραγίζω κάτι με βούλλα 2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά 3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση 4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο 5. επικυρώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι 2. φράζομαι, παθαίνω… …   Dictionary of Greek

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • επίθημα — Κατασκευαστικό και αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, το οποίο τοποθετείτο μεταξύ του κιονόκρανου και της γένεσης του υπερκείμενου τόξου. Είχε περίπου το σχήμα ανεστραμμένης κόλουρης πυραμίδας και χρησίμευε στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»