-
1 καπάκι
τό1) крышка; покрытие; покрышка; 2) грудинка (часть туши);§ βάζω καπάκι — ставить крест (на чём-л.);
-
2 καπάκι
[капаки] ουσ. о. крышкаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καπάκι
-
3 καπάκι
[капаки] ουσ ο крышка. -
4 καπάκι
1) capsule2) capuchon3) couvercle -
5 καπάκι
1) pokrywa (f) rzecz.2) pokrywka (f) rzecz.3) wieczko (n) rzecz.4) wieko (n) rzecz. -
6 καπάκι
1) poklice2) poklička3) příklop4) víčko5) víko -
7 καπάκι
lidΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καπάκι
-
8 Γύρισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι
Γύρισε ( κύλησε) ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι– ( Είναι) κώλος και βρακί– Είναι νύχι και κρέας• Два сапога пара• Водой не разольешь• Один другого стоитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γύρισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι
-
9 Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι
Γύρισε ( κύλησε) ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι– ( Είναι) κώλος και βρακί– Είναι νύχι και κρέας• Два сапога пара• Водой не разольешь• Один другого стоитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι
-
10 Κατά τη χύτρα και το καπάκι
• По Сеньке и шапкаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κατά τη χύτρα και το καπάκι
-
11 Εκύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι
• Два сапога параИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Εκύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι
-
12 couvercle
καπάκι -
13 poklice
καπάκι -
14 poklička
καπάκι -
15 příklop
καπάκι -
16 víko
καπάκι -
17 pokrywka
καπάκι -
18 wieczko
καπάκι -
19 wieko
καπάκι -
20 крышка
крышка ж το κάλυμμα, το καπάκι· закрыть \крышкаой σκεπάζω με το καπάκι* * *жτο κάλυμμα, το καπάκιзакры́ть кры́шкой — σκεπάζω με το καπάκι
См. также в других словарях:
καπάκι — το 1. κάλυμμα σκεύους, σκέπασμα δοχείου 2. το μέρος τού βοδινού ή μοσχαρήσιου κρέατος που καλύπτει τα πλευρά 3. φρ. α) «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι» για κακούς ανθρώπους που συνάπτουν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους β) «τά κάνανε καπάκια»… … Dictionary of Greek
καπάκι — το (λ. τουρκ.) 1. σκέπασμα, κάλυμμα σκεύους ή δοχείου: Ανασήκωσε το καπάκι του τέντζερη. 2. (παροιμ.) «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι» που λέγεται για ανθρώπους φαύλους που συνάπτουν φιλικές σχέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπακώνω — [καπάκι] 1. σκεπάζω με καπάκι 2. κατορθώνω να υπερισχύσω κάποιου άλλου με δεξιότητα και δολιότητα 3. συγκαλύπτω, αποκρύπτω κάτι … Dictionary of Greek
καπακωτός — ή, ό [καπάκι] ο σκεπασμένος με καπάκι … Dictionary of Greek
καπάκωμα — το 1. κάλυψη με καπάκι: Το καπάκι αυτό χρησιμεύει για το καπάκωμα αυτού του τέντζερη. 2. συγκάλυψη, απόκρυψη: Η υπόθεση αυτή έφαγε γερό καπάκωμα και κανένας δε μιλάει πια γι αυτήν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακάπακος — η, ο [καπάκι] ακαπάκωτος … Dictionary of Greek
ακαπάκωτος — η, ο [καπακώνω] αυτός που δεν είναι σκεπασμένος ή εφοδιασμένος με καπάκι, ξεσκέπαστος, ακάλυπτος … Dictionary of Greek
απωμάτιστος — η, ο (Α ἀπώμαστος, ον) ο χωρίς πώμα ή καπάκι, ατάπωτος … Dictionary of Greek
βουλλώνω — (Μ βουλλώνω) 1. σφραγίζω κάτι με βούλλα 2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά 3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση 4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο 5. επικυρώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι 2. φράζομαι, παθαίνω… … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
επίθημα — Κατασκευαστικό και αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, το οποίο τοποθετείτο μεταξύ του κιονόκρανου και της γένεσης του υπερκείμενου τόξου. Είχε περίπου το σχήμα ανεστραμμένης κόλουρης πυραμίδας και χρησίμευε στο… … Dictionary of Greek